νευρορ(ρ)αφία

νευρορ(ρ)αφία
νευρορ(ρ)αφία, ἡ (Α) [νευρορ(ρ)άφος]
η ραφή με ανθεκτική και σκληρή κλωστή, η εργασία που εκτελεί αυτός που κατασκευάζει ή επιδιορθώνει υποδήματα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”